κατελπίσαντες

κατελπίσαντες
κατελπίζω
hope
aor part act masc nom/voc pl
κατελπίζω
hope
aor part act masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατελπίζω — (Α) 1. (ενεργ. και παθ.) ελπίζω πολύ, έχω μεγάλες ελπίδες, προσδοκώ («κατελπίσαντες... δυνήσεσθαι τοὺς Κελτούς... ἐκβαλεῑν», Πολ.) 2. (με γεν.) στηρίζω τις ελπίδες μου σε κάποιον, βασίζομαι σε κάποιον («κατελπίζειν τῆς αὐτῶν δυνάμεως», Ιώσ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”